- ἐκκάθαρσις
- ἐκκάθαρσιςcomplete cleansingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκκαθάρσει — ἐκκάθαρσις complete cleansing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκκαθάρσεϊ , ἐκκάθαρσις complete cleansing fem dat sg (epic) ἐκκάθαρσις complete cleansing fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκάθαρσιν — ἐκκάθαρσις complete cleansing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκάθαρση — η (Α ἐκκάθαρσις) νεοελλ. εκκαθάριση αρχ. 1. αγνισμός, καθαρισμός 2. αφαίρεση 3. καθαρισμός, στίλβωση … Dictionary of Greek
ἐκκαθάρσεως — ἐκκαθάρσεω̆ς , ἐκκάθαρσις complete cleansing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)